ὑπομειῶν

ὑπομειῶν
ὑπό-μειόω
lessen
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ὑπό-μειόω
lessen
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ὑπό-μειόω
lessen
pres part act masc nom sg
ὑπό-μειόω
lessen
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… …   Dictionary of Greek

  • ὑπομειόνων — ὑπομείων inferior gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομείονας — ὑπομείων inferior masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομείοσι — ὑπομείων inferior dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”